- ὀρεσσιχύτου
- ὀρεσσίχυτοςpouring from the mountainsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορεσσίχυτος — ὀρεσσίχυτος, ον (Α) αυτός που χύνεται από τα όρη («ὀρεσσιχύτου ποταμοῑο», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. χαλκό χυτος] … Dictionary of Greek